- μακροφυής
- μακροφυής, -ές (Α)1. αυτός που έχει από τη φύση του μακρύ σχήμα, επιμήκης, μακρύς2. (για δημητριακά) ο ανεπτυγμένος καλά, ο ψηλός, ο θρεμμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + -φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ. αυτο-φυής, μεγαλο-φυής].
Dictionary of Greek. 2013.